- ρετουσάρω
- ρετουσάρω, ρετουσάρισα, ρετουσαρισμένος βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ρετουσάρω — Ν 1. επεξεργάζομαι φωτογραφική πλάκα ή φωτογραφικό φιλμ για απάλειψη ατελειών ή τονισμό άλλων χαρακτηριστικών 2. επεξεργάζομαι εκ νέου καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό ή άλλο έργο για να τού δώσω καλύτερη εμφάνιση και τελειότερη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ρετουσάρω — ισα και α, ίστηκα, ισμένος, επεξεργάζομαι κάτι για να το βελτιώσω, ιδιαίτερα τη φωτογραφική πλάκα: Σε παρακαλώ, τη φωτογραφία να τη ρετουσάρεις πολύ ελαφρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρετούς — το, Ν άκλ. το ρετουσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retouche (βλ. ρετουσάρω)] … Dictionary of Greek